Greek Meaning of caulking
σφραγιστικό
Other Greek words related to σφραγιστικό
Nearest Words of caulking
- caulocarpous => γονιμόκλαδος
- caulome => βλαστός
- caulophyllum => Κωλοφύλλο
- caulophyllum thalictrioides => Caulophyllum thalictroides
- caulophyllum thalictroides => Κουλοφύλλουμ το ταλικότροπον
- cauma => Κώμα
- causa => αιτία
- causable => αιτιώδης
- causal => αιτιατός
- causal agency => Αιτιολογικός παράγοντας
Definitions and Meaning of caulking in English
caulking (n)
a waterproof filler and sealant that is used in building and repair to make watertight
FAQs About the word caulking
σφραγιστικό
a waterproof filler and sealant that is used in building and repair to make watertight
σφράγισμα,σφράγιση,απόφραξη,κλείσιμο (απενεργοποίηση),Πήξη,εμπλοκή,εμποδίζοντας,αποφρακτικό,Επανασυσκευασία,αποκλεισμός
εκσκαφή,σκάβω (έξω),φτυάρισμα,Κοίλασμα (έξω),φτυάρισμα
caulked => αδιαβροχοποιημένος, caulk => σφραγίζω, caulis => Cauli, cauline => καυλοφυής, cauliform => κουνουπιδοειδής,