Greek Meaning of caulked
αδιαβροχοποιημένος
Other Greek words related to αδιαβροχοποιημένος
Nearest Words of caulked
Definitions and Meaning of caulked in English
caulked (a)
having cracks and crevices stopped up with a filler
FAQs About the word caulked
αδιαβροχοποιημένος
having cracks and crevices stopped up with a filler
ραγισμένο,Αποφραγμένος,σφραγισμένος,πνιγμένος,βουλωμένο,κλειστό,πηγμένος,συνωστισμένος,γεμάτος,μαρμελάδα
εκσκαμμένο,σκαμμένο,κούφιος (έξω),σκαμμένο (έξω),φτυαρισμένο
caulk => σφραγίζω, caulis => Cauli, cauline => καυλοφυής, cauliform => κουνουπιδοειδής, cauliflower ear => Λαχανό αυτί,