Greek Meaning of repacked

επανασυσκευασμένο

Other Greek words related to επανασυσκευασμένο

Definitions and Meaning of repacked in English

repacked

to pack (something) again

FAQs About the word repacked

επανασυσκευασμένο

to pack (something) again

γεμάτο,πλημμυρισμένος,μαρμελάδα,φορτωμένο,συσκευασμένο,ξαναγέμισαν,αναζωογονητικό,Επαναφορτωμένο,αναπληρώθηκε,Γεμιστό

καθαρισμένος,εξαντλημένος,στραγγισμένος,αποσύρθηκε (έξω),αποκλείστηκε,εξαντλημένος,ξεκαθαρισμένο,αδειασμένος,κοκκινισμένος,φωτισμένος

reoutfitting => επαναπροσανατολισμός, reoutfit => Επανεξοπλισμός, reordered => αναδιατάχθηκε, reopens => επανανοίγει, reopening => επαναλειτουργία,