FAQs About the word brimmed

με γείσο

of Brim, Having a brim; -- usually in composition., Full to, or level with, the brim.

κυρτός,εκραγώ,έσπασε,ενθουσιασμένος,βούιζε,έβριθαν,τριχωτός,Ζωηρός,έρποντας,υπερχειλισμένος

αναγκαίος,αναζητούμενος,έλειπε

brimless => Χωρίς γείσο, brimfull => γεμάτος μέχρι το χείλος, brimful => γέματος, brim over => Ξεχειλίζω, brim => γείσο,