Greek Meaning of brimless
Χωρίς γείσο
Other Greek words related to Χωρίς γείσο
- σύνορο
- σύνορο
- περίμετρος
- όρια
- ακμή
- άκρη
- περιθώριο
- Περίμετρος
- χείλος
- οριακός
- δεμένος
- πυξίδα
- τέλος
- πλαίσιο
- κρόσσια
- στρίφωμα
- χείλος
- προάστιο
- περιφέρεια
- Φούστα
- χαμηλότερα πατώματος
- άκρη
- έκταση
- χείλος
- οροφή (orof̱í)
- Κορυφή
- Πεζοδρόμιο
- κορυφή
- οριοθέτηση
- έκταση
- σύνορο
- γύρος
- περιορισμός
- Μάρτιος
- μέγιστο
- μέτρο
- απλό
- χλωμός
- περιορισμός
- άκρη
- Ακτή
- λήξη
Nearest Words of brimless
Definitions and Meaning of brimless in English
brimless (a)
without a brim
brimless (a.)
Having no brim; as, brimless caps.
FAQs About the word brimless
Χωρίς γείσο
without a brimHaving no brim; as, brimless caps.
σύνορο,σύνορο,περίμετρος,όρια,ακμή,άκρη,περιθώριο,Περίμετρος,χείλος,οριακός
κέντρο,πυρήν,καρδιά,μέσα,εσωτερικός,μέση,εντός,εσωτερικός
brimfull => γεμάτος μέχρι το χείλος, brimful => γέματος, brim over => Ξεχειλίζω, brim => γείσο, brills => λαμπερός,