Greek Meaning of periphery

περιφέρεια

Other Greek words related to περιφέρεια

Definitions and Meaning of periphery in English

Wordnet

periphery (n)

the outside boundary or surface of something

Webster

periphery (n.)

The outside or superficial portions of a body; the surface.

The circumference of a circle, ellipse, or other figure.

FAQs About the word periphery

περιφέρεια

the outside boundary or surface of somethingThe outside or superficial portions of a body; the surface., The circumference of a circle, ellipse, or other figure

σύνορο,σύνορο,περίμετρος,όρια,ακμή,άκρη,Περίμετρος,οριακός,δεμένος,γείσο

κέντρο,πυρήν,καρδιά,εντός,μέσα,εσωτερικός,μέση,εσωτερικός

peripheries => περιφέρειες, peripherical => περιφερειακός, peripheric => περιφερειακός, peripherally => περιφερειακά, peripheral vision => Περιφερική όραση,