Greek Meaning of confines

όρια

Other Greek words related to όρια

Definitions and Meaning of confines in English

Wordnet

confines (n)

a bounded scope

FAQs About the word confines

όρια

a bounded scope

σύνορο,τέλος,όριο,περιορισμός,Φράγμα,δεμένος,καπέλο,οροφή (orof̱í),έκταση,γραμμή

κέντρο,πυρήν,καρδιά,εντός,μέσα,εσωτερικός,μέση,εσωτερικός

confinement => εγκλεισμός, confined => περιορισμένος, confine to => περιορίζει σε, confine => περιορίζω, configured => διαμορφωμένο,