Greek Meaning of confines
όρια
Other Greek words related to όρια
Nearest Words of confines
- confining => περιοριστικός
- confirm => επιβεβαιώνω
- confirmable => επιβεβαιώσιμο
- confirmation => επιβεβαίωση
- confirmation hearing => ακροαματική διαδικασία κύρωσης
- confirmative => Επιβεβαιωτικός
- confirmatory => Επιβεβαιωτικός
- confirmed => επιβεβαιωμένο
- confirming => επιβεβαιώνοντας
- confiscate => κατασχέω
Definitions and Meaning of confines in English
confines (n)
a bounded scope
FAQs About the word confines
όρια
a bounded scope
σύνορο,τέλος,όριο,περιορισμός,Φράγμα,δεμένος,καπέλο,οροφή (orof̱í),έκταση,γραμμή
κέντρο,πυρήν,καρδιά,εντός,μέσα,εσωτερικός,μέση,εσωτερικός
confinement => εγκλεισμός, confined => περιορισμένος, confine to => περιορίζει σε, confine => περιορίζω, configured => διαμορφωμένο,