Greek Meaning of margin
περιθώριο
Other Greek words related to περιθώριο
- σύνορο
- σύνορο
- περίμετρος
- όρια
- ακμή
- άκρη
- Περίμετρος
- οριακός
- δεμένος
- γείσο
- πυξίδα
- τέλος
- έκταση
- πλαίσιο
- κρόσσια
- στρίφωμα
- προάστιο
- περιφέρεια
- χείλος
- Φούστα
- χαμηλότερα πατώματος
- άκρη
- έκταση
- χείλος
- οροφή (orof̱í)
- Κορυφή
- Πεζοδρόμιο
- κορυφή
- οριοθέτηση
- σύνορο
- γύρος
- περιορισμός
- χείλος
- Μάρτιος
- μέγιστο
- μέτρο
- απλό
- χλωμός
- περιορισμός
- άκρη
- Ακτή
- λήξη
Nearest Words of margin
- margin account => λογαριασμός περιθωρίου
- margin call => Margin Call
- margin of error => περιθώριο λάθους
- margin of profit => Περιθώριο κέρδους
- margin of safety => περιθώριο ασφαλείας
- marginal => περιθωριακός
- marginal cost => οριακό κόστος
- marginal placentation => Περιθωριακός πλακούντας
- marginal utility => Οριακή ωφέλιμη
- marginal wood fern => Dryopteris expansa
Definitions and Meaning of margin in English
margin (n)
the boundary line or the area immediately inside the boundary
an amount beyond the minimum necessary
the amount of collateral a customer deposits with a broker when borrowing from the broker to buy securities
(finance) the net sales minus the cost of goods and services sold
the blank space that surrounds the text on a page
a permissible difference; allowing some freedom to move within limits
margin (n.)
A border; edge; brink; verge; as, the margin of a river or lake.
Specifically: The part of a page at the edge left uncovered in writing or printing.
The difference between the cost and the selling price of an article.
Something allowed, or reserved, for that which can not be foreseen or known with certainty.
Collateral security deposited with a broker to secure him from loss on contracts entered into by him on behalf of his principial, as in the speculative buying and selling of stocks, wheat, etc.
margin (v. t.)
To furnish with a margin.
To enter in the margin of a page.
FAQs About the word margin
περιθώριο
the boundary line or the area immediately inside the boundary, an amount beyond the minimum necessary, the amount of collateral a customer deposits with a broke
σύνορο,σύνορο,περίμετρος,όρια,ακμή,άκρη,Περίμετρος,οριακός,δεμένος,γείσο
κέντρο,πυρήν,καρδιά,εντός,μέσα,εσωτερικός,μέση,εσωτερικός
margent => περιθώριο, marge => Περιθώριο, margay cat => Μαργκέι, margay => Μαργκέι, margate fish => Σταυρίδι,