Greek Meaning of marginal
περιθωριακός
Other Greek words related to περιθωριακός
Nearest Words of marginal
- marginal cost => οριακό κόστος
- marginal placentation => Περιθωριακός πλακούντας
- marginal utility => Οριακή ωφέλιμη
- marginal wood fern => Dryopteris expansa
- marginalia => Σημειώσεις περιθωρίου
- marginalisation => Περιθωριοποίηση
- marginalise => Περιθωριοποίηση
- marginality => περιθωριοποίηση
- marginalization => Περιθωριοποίηση
- marginalize => περιθωριοποίηση
Definitions and Meaning of marginal in English
marginal (s)
at or constituting a border or edge
of questionable or minimal quality
just barely adequate or within a lower limit
producing at a rate that barely covers production costs
marginal (a.)
Of or pertaining to a margin.
Written or printed in the margin; as, a marginal note or gloss.
FAQs About the word marginal
περιθωριακός
at or constituting a border or edge, of questionable or minimal quality, just barely adequate or within a lower limit, producing at a rate that barely covers pr
σύνορο,οριακός,εξωτερικός,εξωτερικός,εξωτερικός,εξωτερικότατος,εξώτατο,έξω,εξωτερικός
εσωτερικός,μέσα,εσωτερικός,εσωτερική,προς τα μέσα,κεντρικός,βαθύτερος,μέση,εσώτερος,μέση
margin of safety => περιθώριο ασφαλείας, margin of profit => Περιθώριο κέρδους, margin of error => περιθώριο λάθους, margin call => Margin Call, margin account => λογαριασμός περιθωρίου,