Greek Meaning of central
κεντρικός
Other Greek words related to κεντρικός
- μεγάλος
- κυρίαρχος
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- υψηλότερος
- Κεφάλαιο
- καρδινάλιος
- αρχηγός
- πρώτο
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κλειδί
- κορυφαία
- επικράτηση
- Ανώτατος
- Πρωθυπουργός
- πρωτόγονος
- διευθυντής
- προηγούμενος
- κυρίαρχος
- Ανώτατος
- Τόξο
- εξαίρετος
- εξέχον
- διάσημος
- διάσημος
- Μεγάλος
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- μεγάλος
- κύριος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- αριθμός ένα
- Εξαιρετικός
- αλαζόνας
- εξέχων
- περίβλεπτος
- Διάσημος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- κορυφαίο
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
- συντριπτικός
- κυρίαρχος
Nearest Words of central
- central africa => Κεντρική Αφρική
- central african republic => Κεντροαφρικανική Δημοκρατία
- central african republic franc => Φράγκο Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας
- central america => Κεντρική Αμερική
- central american => Κεντρική Αμερική
- central american country => χώρα της Κεντρικής Αμερικής
- central american nation => Κεντροαμερικανικό έθνος
- central american strap fern => Φτέρη ιμάντας Κεντρικής Αμερικής
- central artery of the retina => Κεντρική αρτηρία του αμφιβληστροειδούς
- central bank => κεντρική τράπεζα
Definitions and Meaning of central in English
central (n)
a workplace that serves as a telecommunications facility where lines from telephones can be connected together to permit communication
central (s)
serving as an essential component
central (a)
in or near a center or constituting a center; the inner area
central (a.)
Relating to the center; situated in or near the center or middle; containing the center; of or pertaining to the parts near the center; equidistant or equally accessible from certain points.
central (n.)
Alt. of Centrale
FAQs About the word central
κεντρικός
a workplace that serves as a telecommunications facility where lines from telephones can be connected together to permit communication, serving as an essential
μεγάλος,κυρίαρχος,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,υψηλότερος,Κεφάλαιο,καρδινάλιος
τελευταίο,λιγότερο,ασήμαντος,ανήλικος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο
centos => CentOS, centonism => κέντων, cento => σέντο, centner => Κεντήνερ, centistere => εκατοστό,