Greek Meaning of leading
κορυφαία
Other Greek words related to κορυφαία
- μεγάλος
- κυρίαρχος
- πρώτο
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- υψηλότερος
- Κεφάλαιο
- καρδινάλιος
- κεντρικός
- αρχηγός
- εξαίρετος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κλειδί
- μεγάλος
- κύριος
- αριθμός ένα
- αλαζόνας
- επικράτηση
- Ανώτατος
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- διευθυντής
- προηγούμενος
- κυρίαρχος
- Ανώτατος
- κορυφαίο
- Τόξο
- γιορτάζεται
- εξέχον
- διάσημος
- διάσημος
- Μεγάλος
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- απαράμιλλος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- Εξαιρετικός
- περίβλεπτος
- πρωτόγονος
- Διάσημος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
- συντριπτικός
- κυρίαρχος
Nearest Words of leading
- leading astray => παραπλανητικός
- leading edge => Πρόσθια άκρη
- leading indicator => Προπορευόμενος δείκτης
- leading lady => Πρωταγωνίστρια
- leading light => Οδηγός
- leading man => Πρωταγωνιστής
- leading off => κορυφαίος
- leading question => Υπο唆λούντα ερωτήματα
- leading rein => Ηνία
- leading tone => Ήχος προσαγωγής
Definitions and Meaning of leading in English
leading (n)
thin strip of metal used to separate lines of type in printing
the activity of leading
leading (s)
indicating the most important performer or role
greatest in importance or degree or significance or achievement
having the leading position or higher score in a contest
leading (a)
going or proceeding or going in advance; showing the way
leading (p. pr. & vb. n.)
of Lead
of Lead
leading (a.)
Guiding; directing; controlling; foremost; as, a leading motive; a leading man; a leading example.
leading (n.)
The act of guiding, directing, governing, or enticing; guidance.
Suggestion; hint; example.
FAQs About the word leading
κορυφαία
thin strip of metal used to separate lines of type in printing, the activity of leading, indicating the most important performer or role, greatest in importance
μεγάλος,κυρίαρχος,πρώτο,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,υψηλότερος,Κεφάλαιο
τελευταίο,λιγότερο,ανήλικος,ασήμαντος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο
lead-in => Εισαγωγή, leadhillite => leadhillίτης, lead-free => άμολυβδος, leadership => Ηγεσία, leaders => ηγέτες,