Greek Meaning of overriding

επικράτηση

Other Greek words related to επικράτηση

Definitions and Meaning of overriding in English

Wordnet

overriding (s)

having superior power and influence

Webster

overriding (p. pr. & vb. n.)

of Override

FAQs About the word overriding

επικράτηση

having superior power and influenceof Override

κυρίαρχος,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,υψηλότερος,μεγάλος,καρδινάλιος,κεντρικός

τελευταίο,λιγότερο,ανήλικος,ασήμαντος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο

override => αντικαθιστώ, overridden => παρακάμπτω, overrid => αναιρέθηκε, overrich => υπερβολικά πλούσιος, overrent => υψηλό ενοίκιο,