Greek Meaning of grand
Μεγάλος
Other Greek words related to Μεγάλος
- επικός
- ένδοξος
- επιβλητικός
- υπέροχος
- επιβλητικός
- μαζικός
- μνημειακός
- βασιλικός, βασιλιάς
- βασιλικός
- Αύγουστος
- βαρονικός
- κολοσσιαίος
- Κοσμικό
- φοβερός
- γενναιοδωρος
- μεγαλοπρεπής
- ηρωικός
- ηρωικός
- ομηρικός
- αυτοκρατορικός
- εντυπωσιακός
- σπάταλος
- πολυτελής
- θαυμαστός
- ευγενής
- οπερατικός
- υπερήφανος
- αξιοσημείωτος
- υπέροχος
- μεγαλοπρεπής
- τεράστιος
- υπέροχος
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- καταπληκτικός
- φρικτός
- ουράνιος
- θείος
- εξαιρετικός
- εξωφρενικός
- Όμορφος
- ουράνιος
- φουσκωμένο
- βασιλικός
- εύγενος
- μεγαλειώδης
- θαυμάσιος
- τερατώδης
- πολυτελής
- υπερβολικός
- παλατιανός
- πομπώδης
- ελκυστικός
- πριγκιπικός
- θαυμαστός
- βασιλικός
- τρομερός
- λαμπρός
- εντυπωσιακός
- λαμπρός
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικός
- υψηλός
- λαμπρός
- θαυμάσιος
- φοβερός
- θαυμαστός
- κοσμικός
Nearest Words of grand
- grand canal => Μεγάλο Κανάλι
- grand canyon => Γκραν Κάνυον
- grand canyon national park => Εθνικό Πάρκο Γκραντ Κάνιον
- grand canyon state => Πολιτεία Γκραντ Κάνυον
- grand circle => Μεγάλος κύκλος
- grand dragon => Μεγάλος δράκος
- grand duchess => Μεγάλη δούκισσα
- grand duchy => Μεγάλο δουκάτο
- grand duchy of luxembourg => Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου
- grand duke => μέγας δούκας
Definitions and Meaning of grand in English
grand (n)
the cardinal number that is the product of 10 and 100
a piano with the strings on a horizontal harp-shaped frame; usually supported by three legs
grand (s)
of behavior that is impressive and ambitious in scale or scope
of or befitting a lord
ostentatiously rich and superior in quality
extraordinarily good or great; used especially as intensifiers
of high moral or intellectual value; elevated in nature or style
large and impressive in physical size or extent
the most important and magnificent in adornment
used of a person's appearance or behavior; befitting an eminent person
grand (superl.)
Of large size or extent; great; extensive; hence, relatively great; greatest; chief; principal; as, a grand mountain; a grand army; a grand mistake.
Great in size, and fine or imposing in appearance or impression; illustrious, dignifled, or noble (said of persons); majestic, splendid, magnificent, or sublime (said of things); as, a grand monarch; a grand lord; a grand general; a grand view; a grand conception.
Having higher rank or more dignity, size, or importance than other persons or things of the same name; as, a grand lodge; a grand vizier; a grand piano, etc.
Standing in the second or some more remote degree of parentage or descent; -- generalIy used in composition; as, grandfather, grandson, grandchild, etc.
FAQs About the word grand
Μεγάλος
the cardinal number that is the product of 10 and 100, a piano with the strings on a horizontal harp-shaped frame; usually supported by three legs, of behavior
επικός,ένδοξος,επιβλητικός,υπέροχος,επιβλητικός,μαζικός,μνημειακός,βασιλικός, βασιλιάς,βασιλικός,Αύγουστος
μέσος,κοινός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,συνηθισμένος,αδιάφορος,αφανής,ταπεινός,ασήμαντος
granatite => γρανίτης, granatin => Γρανάτινο, granate => Γρανίτης, granary => σιταποθήκη, granaries => αχυρώνες,