Greek Meaning of gorgeous

Όμορφος

Other Greek words related to Όμορφος

Definitions and Meaning of gorgeous in English

Wordnet

gorgeous (s)

dazzlingly beautiful

Webster

gorgeous (n.)

Imposing through splendid or various colors; showy; fine; magnificent.

FAQs About the word gorgeous

Όμορφος

dazzlingly beautifulImposing through splendid or various colors; showy; fine; magnificent.

ελκυστικός,όμορφος,χαριτωμένος,όμορφος,όμορφος,όμορφος,εκπληκτικός,αισθητικός,όμορφος,γοητευτικός

αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,κακός,φοβερός,τρομερός,φρικτός,γκροτέσκο,αποτρόπαιος,οικιακός,φρικτός

gorgelet => Γαργαρεών, gorged => γεμάτος, gorge => φαράγγι, gorgas => gorgas, gorfly => Γκόρφλυ,