Greek Meaning of unimposing
λιτός
Other Greek words related to λιτός
- όμορφος
- κομψός
- εξαίσιος
- ένδοξος
- όμορφος
- υπέροχος
- όμορφος
- λαμπρός
- υπέροχος
- Επιβλητικός
- υψηλός
- θαυμάσιος
- αισθητικός
- αισθητικός
- όμορφος
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- όμορφο
- χαριτωμένος
- εκτυφλωτικός
- Πέφτω κάτω νεκρός
- αισθητικός
- δίκαιο
- φέρνω
- καλός
- όμορφος
- καλό
- Όμορφος
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- μεγαλοπρεπής
- Νοκ άουτ
- πιθανός
- όμορφος
- λαμπερός
- σαγηνευτικός
- πρέπουσα
- λαμπερός
- όμορφος
- εκπληκτικός
- λήψη
- χαμογελαστός
- εκθαμβωτικός
- όμορφη
- όμορφος
- φωτεινός
- Λαμπερός
- αισθητικός
- λαμπερός
- φωτεινό
- λαμπερός
- υπέροχος
- λαμπερός
- ευνοούμενος
Nearest Words of unimposing
- unimpregnated => μη εμποτισμένος
- unimpressed => ανεπηρέαστος
- unimpressionable => χωρίς εντυπώσεις
- unimpressive => αδιάφορος
- unimpressively => δίχως εντυπωσιασμούς
- unimprisoned => μη φυλακισμένος
- unimproved => αβελτίωτος
- unimuscular => μονομυϊκός
- unincorporated => μη εγγεγραμμένο
- unincumbered => απερίσπαστος
Definitions and Meaning of unimposing in English
unimposing (s)
lacking in impressiveness
FAQs About the word unimposing
λιτός
lacking in impressiveness
δυσάρεστος,ανορεκτικός,δυσάρεστος,αφανής,μονότονο,κομψός,ξεπερασμένος,οικιακός,απλός,άπρεπος
όμορφος,κομψός,εξαίσιος,ένδοξος,όμορφος,υπέροχος,όμορφος,λαμπρός,υπέροχος,Επιβλητικός
unimportant => ασήμαντο, unimportance => ασήμαντοτητα, unimplicate => μη εμπλεκόμενος, unimpeded => απρόσκοπτος, unimpeachably => αδιαμφισβήτητα,