Greek Meaning of unimpeachable
αδιάψευστος
Other Greek words related to αδιάψευστος
- συνειδητός
- ηθικός
- ειλικρινής
- έντιμος
- άψογος
- ηθικός
- ευγενής
- σεβαστός
- ανέγγιχτος
- άμεμπτος
- ιπποτικός
- κομψός
- αξιοπρεπής
- καλός
- αθώος
- ευγενικός
- Ευσυνείδητος
- σεβαστός
- δίκαιος
- κατακόρυφος
- ευπρεπής
- δίκαιο
- γενναιόδωρος
- αδιάφθορος
- μόνο
- ωραίο
- κατάλληλος
- αξιόπιστος
- Δίκαιος
- συνειδητός
- πρέπουσα
- στάσου
- άφθαρτος
- τιμημένος
- ενάρετος
- ευγενικός, ευαίσθητος
- κακός
- βάση
- εγκληματίας
- στρεβλός
- ανέντιμος
- Άτιμος
- κακός
- άτιμος
- ανήθικος
- άδικος
- Χαμηλός
- μέση τιμή
- ποταπός
- κατακριτέος
- πονηρός
- σάπιο
- αμαρτωλός
- ανήθικος
- άδικος
- άδικος
- Ασυνείδητος
- άδικος
- ανάξιος
- κακός
- χρεωστικός
- κατηγορητέος
- άξιος μομφής
- ένοχος
- ντροπιαστικός
- ύποπτος
- απατεώνας
- χαλαρός
- διεστραμμένος
- ατίθασος
- Αδίστακτος
- φαύλος
- κακός
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- παρακμιακός
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- διεστραμμένος
- άσωτος
- άσωτος
- δωρολήπτης
Nearest Words of unimpeachable
Definitions and Meaning of unimpeachable in English
unimpeachable (s)
beyond doubt or reproach
free of guilt; not subject to blame
completely acceptable; not open to exception or reproach
unimpeachable (a.)
Not impeachable; not to be called in question; exempt from liability to accusation; free from stain, guilt, or fault; irreproachable; blameless; as, an unimpeachable reputation; unimpeachable testimony.
FAQs About the word unimpeachable
αδιάψευστος
beyond doubt or reproach, free of guilt; not subject to blame, completely acceptable; not open to exception or reproachNot impeachable; not to be called in ques
συνειδητός,ηθικός,ειλικρινής,έντιμος,άψογος,ηθικός,ευγενής,σεβαστός,ανέγγιχτος,άμεμπτος
κακός,βάση,εγκληματίας,στρεβλός,ανέντιμος,Άτιμος,κακός,άτιμος,ανήθικος,άδικος
unimpassioned => Απαθής, unimpaired => αβλαβής, unimpairable => αναλλοίωτος, unimodal => Μονοτροπικός, unimitable => μοναδικός,