Greek Meaning of profligate

άσωτος

Other Greek words related to άσωτος

Definitions and Meaning of profligate in English

Wordnet

profligate (n)

a dissolute man in fashionable society

a recklessly extravagant consumer

Wordnet

profligate (s)

recklessly wasteful

unrestrained by convention or morality

FAQs About the word profligate

άσωτος

a dissolute man in fashionable society, a recklessly extravagant consumer, recklessly wasteful, unrestrained by convention or morality

Μαρμέλος,απρόσεκτος,εξωφρενικός,γενναιόδωρος,σπάταλος,φιλελεύθερος,φιλανθρωπικός,φιλανθρωπικός,σπάταλος,απερίσκεπτος

φτηνός,οικονομικός,λιτός,τσιγκούνης,φειδωλός,άπορος,εφεδρικό,οικονομικός,τσιγκούνης,φειδωλός

profligacy => σπατάλη, profits => κέρδη, profit-maximizing => μεγιστοποιητής κέρδους, profit-maximising => Μεγιστοποίηση κερδών, profitlessly => ασύμφορα,