Greek Meaning of farsighted

υπερμετρωπικός, μυωπικός

Other Greek words related to υπερμετρωπικός, μυωπικός

Definitions and Meaning of farsighted in English

Wordnet

farsighted (a)

able to see distant objects clearly

Wordnet

farsighted (s)

planning prudently for the future

Webster

farsighted (a.)

Seeing to great distance; hence, of good judgment regarding the remote effects of actions; sagacious.

Hypermetropic.

FAQs About the word farsighted

υπερμετρωπικός, μυωπικός

able to see distant objects clearly, planning prudently for the futureSeeing to great distance; hence, of good judgment regarding the remote effects of actions;

προσεκτικός,προσεκτικός,διορατικός,προοπτικός,lungimirante,προληπτικός,οραματιστής,προνοητικός,Μπροστά,προβλέποντας

ανοικονομίδης,Μυωπικός,μυωπικός,απρόσεκτος,μισοβρασμένο,μισογεμισμένο,απρόσεκτος,απερίσκεπτος

farsi => περσικά, farseeing => προνοητικός, farse => φάρσα, farry => μακρινός, farrowing => farrowing,