Greek Meaning of proactive
προληπτικός
Other Greek words related to προληπτικός
Nearest Words of proactive
- pro-american => φιλοαμερικανικός
- probabilism => πιθανοκρατία
- probabilistic => πιθανοκρατικός
- probabilistically => πιθανότατα
- probability => πιθανότητα
- probability theorist => Πιθανολόγος
- probability theory => Θεωρία πιθανοτήτων
- probable => πιθανός
- probable cause => πιθανή αιτία
- probably => πιθανότατα
Definitions and Meaning of proactive in English
proactive (a)
descriptive of any event or stimulus or process that has an effect on events or stimuli or processes that occur subsequently
proactive (s)
(of a policy or person or action) controlling a situation by causing something to happen rather than waiting to respond to it after it happens
FAQs About the word proactive
προληπτικός
descriptive of any event or stimulus or process that has an effect on events or stimuli or processes that occur subsequently, (of a policy or person or action)
προσεκτικός,προσεκτικός,προνοητικός,υπερμετρωπικός, μυωπικός,Μπροστά,προβλέποντας,διορατικός,προνοητικός,μπροστά,προοπτικός
απρόσεκτος,ανοικονομίδης,Μυωπικός,μυωπικός,μισοβρασμένο,μισογεμισμένο,απρόσεκτος,απερίσκεπτος
proaccelerin => Προακκελερίνη, pro tempore => προσωρινός, pro tem => προσωρινά, pro re nata => ανάλογα με την περίσταση, pro rata => αναλογικά,