Greek Meaning of probably
πιθανότατα
Other Greek words related to πιθανότατα
- πιθανός
- ίσως
- ίσως
- σίγουρα
- οπωσδήποτε
- σίγουρα
- αδιαμφισβήτητα
- πιθανόν
- πιθανώς
- σίγουρα
- πιθανότατα
- πιθανώς
- σίγουρα
- σαφώς
- Πιθανώς
- οριστικά
- Αποφασιστικά
- οραματιζόμενο
- αναμφίλεκτα
- (πιθανώς) 'pithanós'
- ίσως
- ίσως
- πιθανά
- θετικά
- δυνητικά
- πρακτικά
- πραγματικά
- λογικά
- υποτίθεται
- αδιαμφισβήτητα
- αναμφίβολα
- αναμφισβήτητα
Nearest Words of probably
- probable cause => πιθανή αιτία
- probable => πιθανός
- probability theory => Θεωρία πιθανοτήτων
- probability theorist => Πιθανολόγος
- probability => πιθανότητα
- probabilistically => πιθανότατα
- probabilistic => πιθανοκρατικός
- probabilism => πιθανοκρατία
- pro-american => φιλοαμερικανικός
- proactive => προληπτικός
- probate => Επικύρωση διαθήκης
- probate court => δικαστήριο κληρονομιών
- probate will => Επικυρωμένη διαθήκη
- probation => αναστολή
- probation officer => Υπάλληλος επιτήρησης
- probationary => δοκιμαστικός
- probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος
- probative => αποδεικτικός
- probatory => αποδεικτικός
- probe => ανιχνευτής
Definitions and Meaning of probably in English
probably (r)
with considerable certainty; without much doubt
easy to believe on the basis of available evidence
FAQs About the word probably
πιθανότατα
with considerable certainty; without much doubt, easy to believe on the basis of available evidence
πιθανός,ίσως,ίσως,σίγουρα,οπωσδήποτε,σίγουρα,αδιαμφισβήτητα,πιθανόν,πιθανώς,σίγουρα
απίθανα,απίστευτα,απίστευτα,απίθανα,Αδιανόητα,αδιανόητα
probable cause => πιθανή αιτία, probable => πιθανός, probability theory => Θεωρία πιθανοτήτων, probability theorist => Πιθανολόγος, probability => πιθανότητα,