Greek Meaning of definitively
σίγουρα
Other Greek words related to σίγουρα
- σίγουρα
- σίγουρα
- σαφώς
- οριστικά
- Αποφασιστικά
- οπωσδήποτε
- αναμφίλεκτα
- θετικά
- δυνητικά
- σίγουρα
- αδιαμφισβήτητα
- αναμφίβολα
- αναμφισβήτητα
- Πιθανώς
- αναμφίβολα
- ίσως
- πιθανά
- πιθανόν
- πρακτικά
- πιθανότατα
- πραγματικά
- λογικά
- υποτίθεται
- πραγματικά
- αδιαμφισβήτητα
- οραματιζόμενο
- πιθανός
- ίσως
- πιθανώς
- πιθανότατα
- παραδόξως
Nearest Words of definitively
Definitions and Meaning of definitively in English
definitively (adv.)
In a definitive manner.
FAQs About the word definitively
σίγουρα
In a definitive manner.
σίγουρα,σίγουρα,σαφώς,οριστικά,Αποφασιστικά,οπωσδήποτε,αναμφίλεκτα,θετικά,δυνητικά,σίγουρα
απίθανα,απίστευτα,απίθανα,Αδιανόητα,απίστευτα,αδιανόητα
definitive host => Οριστικός ξενιστής, definitive => οριστικός, definitional => οριστικός, definition => Ορισμός, definiteness => Οριστικότητα,