Greek Meaning of potentially

δυνητικά

Other Greek words related to δυνητικά

Definitions and Meaning of potentially in English

Wordnet

potentially (r)

with a possibility of becoming actual

FAQs About the word potentially

δυνητικά

with a possibility of becoming actual

σίγουρα,σίγουρα,σαφώς,οριστικά,Αποφασιστικά,οπωσδήποτε,σίγουρα,αναμφίλεκτα,πιθανός,ίσως

απίθανα,απίστευτα,απίστευτα,απίθανα,Αδιανόητα,αδιανόητα

potentiality => δυνατότητα, potential unit => Δυνητική μονάδα., potential energy => δυναμική ενέργεια, potential drop => πτώση δυναμικού, potential divider => διαιρέτης τάσης,