Greek Meaning of potent
Δυνατός
Other Greek words related to Δυνατός
Nearest Words of potent
- potentate => ΠΟτεντάτος
- potential => δυνητικός
- potential difference => Διαφορά δυναμικού
- potential divider => διαιρέτης τάσης
- potential drop => πτώση δυναμικού
- potential energy => δυναμική ενέργεια
- potential unit => Δυνητική μονάδα.
- potentiality => δυνατότητα
- potentially => δυνητικά
- potentiation => δυναμοποίηση
Definitions and Meaning of potent in English
potent (s)
having great influence
having or wielding force or authority
potent (a)
having a strong physiological or chemical effect
(of a male) capable of copulation
FAQs About the word potent
Δυνατός
having great influence, having or wielding force or authority, having a strong physiological or chemical effect, (of a male) capable of copulation
συμπυκνωμένος,πλούσιος,robust,δυνατός,μεγάλος,γεμάτος,Γεμάτο στο σώμα,μεθυστικό,σφριγηλός,Μυώδης
λεπτός,φως,ήπιος,λεπτός,Αδύναμος,εξασθενημένος,Αραίωση,αραιωμένο,αραιωμένος,Υδαρής
potency => Δύναμη, potence => Δύναμη, potemkin village => Χωριό Ποτέμκιν, potemkin => Ποτέμκιν, poteen => Ποτίμ,