FAQs About the word watered-down

Αραιωμένος

to reduce or temper the force or effectiveness of, to reduce or temper the force or effectiveness of

Νοθευμένο,Αραίωση,αραιωμένο,λεπτός,Υδαρής,Αδύναμος,αραιωμένος,ξεθωριασμένος,εξασθενημένος

πλούσιος,δυνατός,συμπυκνωμένος,Συμπυκνωμένο,εμπλουτισμένο,οχυρωμένος,Γεμάτο στο σώμα,εξατμισμένος

watered down => αραιωμένο, watered (down) => αραιωμένος, watercrafts => Υδατοδρόμια, watercourses => υδάτινοι πόροι, watercolors => ακουαρέλες,