Greek Meaning of washy
ξεθωριασμένος
Other Greek words related to ξεθωριασμένος
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- έγχρωμος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- βαθύς
- ομοφυλόφιλος
- πλούσιος
- Ζωηρός
- ζωηρός
- χρωματικός
- πολύχρωμο
- βαμμένο
- δυνατός
- πολύχρωμος
- βαμμένο
- πρισματικός
- ουράνιο τόξο
- Λεκιασμένος
- χρωματισμένος
- χρωματισμένος
- ποικίλος
- χτυπητός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- ποικιλόμορφος
- Πολυχρωματικός
- Πολύχρωμος
- επιδεικτικός
- πιτσιλίσματος
- ποικιλόχρωμος
Nearest Words of washy
Definitions and Meaning of washy in English
washy (s)
overly diluted; thin and insipid
having lost freshness or brilliance of color
washy (a.)
Watery; damp; soft.
Lacking substance or strength; weak; thin; dilute; feeble; as, washy tea; washy resolutions.
Not firm or hardy; liable to sweat profusely with labor; as, a washy horse.
FAQs About the word washy
ξεθωριασμένος
overly diluted; thin and insipid, having lost freshness or brilliance of colorWatery; damp; soft., Lacking substance or strength; weak; thin; dilute; feeble; as
βαρετό,θαμπό,ξεθωριασμένος,φως,χλωμός,Αδύναμος,γκρί,ουδέτερος,Παστέλ,ξεθωριασμένος
φωτεινό,εξαιρετικό,έγχρωμος,σκοτεινός, -ή, -ό,βαθύς,ομοφυλόφιλος,πλούσιος,Ζωηρός,ζωηρός,χρωματικός
washwoman => πλύστρα, washup => πλύση, washtub => νιπτήρας, washstand => νιπτήρας, washroom => τουαλέτα,