Greek Meaning of matt
ματ
Other Greek words related to ματ
- γυαλισμένο
- γυαλιστερός
- λουστραρισμένο
- λαμπερός
- γυαλισμένο
- τρίβεται
- σατέν
- λαμπερός
- κομψός
- βερνικωμένο
- Υαλωμένο
- λαμπερό
- σατέν
- λαμπερός
- μεταξωτός
- μεταξένιος
- ολισθηρός
- Ολισθηρός
- γυαλισμένο
- Γυαλισμένη με γόμα λακ
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- εκτυφλωτικός
- Λαμπερός
- λαμπερός
- Αστραφτερός
- φωτεινό
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- λαμπερός
- διαφανής
- Σαφής
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπρός
- λαμπερό
- λαμπερά
- λαμπερός
Nearest Words of matt
Definitions and Meaning of matt in English
matt (n)
the property of having little or no contrast; lacking highlights or gloss
matt (s)
not reflecting light; not glossy
matt (n.)
See Matte.
FAQs About the word matt
ματ
the property of having little or no contrast; lacking highlights or gloss, not reflecting light; not glossySee Matte.
σκοτεινός, -ή, -ό,αχνός,βαρετό,θαμπό,επίπεδος,γκρί,θαμπό,μουντός,μονότονο,γκρι
γυαλισμένο,γυαλιστερός,λουστραρισμένο,λαμπερός,γυαλισμένο,τρίβεται,σατέν,λαμπερός,κομψός,βερνικωμένο
matsyendra => Matsyendra, matross => ναύτης, matronymic => μητρώνυμο, matronly => μητριαρχικός, matronlike => αυστηρή,