Greek Meaning of lacquered

λουστραρισμένο

Other Greek words related to λουστραρισμένο

Definitions and Meaning of lacquered in English

Webster

lacquered (imp. & p. p.)

of Lacquer

FAQs About the word lacquered

λουστραρισμένο

of Lacquer

υαλοειδής,Υαλωμένο,βερνικωμένο,βουρτσισμένο,λαμπερό,γυαλιστερός,ανακλαστικός,Γυαλισμένη με γόμα λακ,λαμπερός,μεταξωτός

αχνός,βαρετό,επίπεδος,θαμπό,Τάπητας,ματ,θαμπό,ματ,ακατέργαστος

lacquer tree => Δέντρο λάκας, lacquer => Βερνίκι, laconizing => λακωνικός, laconized => λακωνικός, laconize => λακωνικός,