Greek Meaning of lackluster

θαμπό

Other Greek words related to θαμπό

Definitions and Meaning of lackluster in English

Wordnet

lackluster (s)

lacking brilliance or vitality

lacking luster or shine

Webster

lackluster (n.)

Alt. of Lacklustre

FAQs About the word lackluster

θαμπό

lacking brilliance or vitality, lacking luster or shineAlt. of Lacklustre

σκοτεινός, -ή, -ό,βαρετό,θαμπό,θολό,σκοτεινός,συννεφιασμένος,σκοτεινός,Σκοτεινός,σκοτεινό,αχνός

alight,χαμογελαστός,λαμπερός,Λαμπερός,εκτυφλωτικός,γυαλιστερός,φωτεινό,λαμπτήρας πυρακτώσεως,λαμπερός,λαμπερός

lacking => έλλειψη, lackeys => τσιράκια, lackeying => κολακεία, lackeyed => έλλειψη, lackey => ακολούθησε,