Greek Meaning of moonlit

σεληνόφωτος

Other Greek words related to σεληνόφωτος

Definitions and Meaning of moonlit in English

Wordnet

moonlit (a)

lighted by moonlight

Webster

moonlit (a.)

Illumined by the moon.

FAQs About the word moonlit

σεληνόφωτος

lighted by moonlightIllumined by the moon.

λαμπερός,ηλιόλουστος,ηλιόλουστος,ηλιόλουστος,φωτισμένο από προβολείς,Αναμμένο,φωτισμένο,άναψε,φωτισμένο,φωτισμένος από προβολέα

μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,Σκοτεινός,σκοτεινό,λυκόφως,σκοτεινός,μελαγχολικός,σκοτεινό,σκοτεινός

moonling => σεληνόφως, moonlike => σεληνιακός, moonlighter => φεγγάρι, moonlight => σεληνόφως, moonless => αφεγγής,