Greek Meaning of murky

θολό

Other Greek words related to θολό

Definitions and Meaning of murky in English

Wordnet

murky (s)

(of liquids) clouded as with sediment

dark or gloomy

Webster

murky (superl.)

Dark; obscure; gloomy.

FAQs About the word murky

θολό

(of liquids) clouded as with sediment, dark or gloomyDark; obscure; gloomy.

σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,,Σκοτεινός,σκοτεινό,Σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,λυκόφως,σκοτεινός

φωτεινό,φωτεινός,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,φωτεινό,φωτισμένο,λαμπτήρας πυρακτώσεως,φως,φωτισμένο,Ελαφρύς

murkiness => θολότητα, murkily => σκοτεινά, murk => σκοτάδι, muritaniya => Μαυριτανία, muringer => Μούρινγκερ,