Greek Meaning of dulled
θαμπό
Other Greek words related to θαμπό
- γυαλισμένο
- Υαλωμένο
- γυαλιστερός
- λουστραρισμένο
- λαμπερός
- γυαλισμένο
- τρίβεται
- λαμπερός
- κομψός
- βερνικωμένο
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- εκτυφλωτικός
- λαμπερό
- λαμπερός
- σατέν
- σατέν
- λαμπερός
- μεταξωτός
- μεταξένιος
- ολισθηρός
- Ολισθηρός
- λαμπερά
- γυαλισμένο
- Γυαλισμένη με γόμα λακ
- φωτεινός
- Λαμπερός
- λαμπερός
- λαμπερό
- Αστραφτερός
- φωτεινό
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- λαμπερός
- διαφανής
- Σαφής
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπρός
- λαμπερό
- λαμπερός
Nearest Words of dulled
Definitions and Meaning of dulled in English
dulled (s)
having lost or been caused to lose interest because of overexposure
made dull or blunt
deprived of color
FAQs About the word dulled
θαμπό
having lost or been caused to lose interest because of overexposure, made dull or blunt, deprived of color
αχνός,βαρετό,επίπεδος,γκρι,γκρί,θαμπό,Τάπητας,ματ,ματ,χλωμός
γυαλισμένο,Υαλωμένο,γυαλιστερός,λουστραρισμένο,λαμπερός,γυαλισμένο,τρίβεται,λαμπερός,κομψός,βερνικωμένο
dull-browed => με θαμπό πρόσωπο, dull => βαρετό, dulia => δουλεία, duledge => ντούλετζ, dulcoration => γλυκά,