Greek Meaning of incandescent
λαμπτήρας πυρακτώσεως
Other Greek words related to λαμπτήρας πυρακτώσεως
- φωτεινό
- εκτυφλωτικός
- αναβοσβήνει
- τρεμόπαιγμα
- λαμπερό
- φωτεινό
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερός
- χαμογελαστός
- εκθαμβωτικός
- φλεγόμενος
- τυφλωτική
- εξαιρετικό
- καίγοντας
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- σαφής
- Λαμπερός
- φλογερός
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- λαμπερός
- Αστραφτερός
- λαμπερός
- διαφανής
- Σαφής
- λαμπερός
- γυαλισμένο
- λαμπερός
- λαμπερό
- έλαμψε
- λαμπερά
- υπέροχος
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- λαμπερός
- φλογερός
- γυαλισμένο
- Κορούσκαντ
- φλεγόμενος
- κόσμημα
- κλεφτή
- εκτυφλωτικός
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- φλογερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερός
- ηλιόλουστος
- λαμπερός
- κλείσιμο του ματιού
- καύση
- πολύ φωτεινό
Nearest Words of incandescent
Definitions and Meaning of incandescent in English
incandescent (s)
emitting light as a result of being heated
characterized by ardent emotion or intensity or brilliance
incandescent (a.)
White, glowing, or luminous, with intense heat; as, incandescent carbon or platinum; hence, clear; shining; brilliant.
FAQs About the word incandescent
λαμπτήρας πυρακτώσεως
emitting light as a result of being heated, characterized by ardent emotion or intensity or brillianceWhite, glowing, or luminous, with intense heat; as, incand
φωτεινό,εκτυφλωτικός,αναβοσβήνει,τρεμόπαιγμα,λαμπερό,φωτεινό,φωτεινό,λαμπερός,λαμπερό,λαμπερός
μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,βαρετό,σκοτεινός,μελαγχολικός,θαμπό,σκοτεινό
incandescence => λάμψη, incandesce => πυρακτωμένος, incan => Ίνκας, incameration => ενσωμάτωση, incalescent => πυρακτωμένος,