Greek Meaning of blinding
τυφλωτική
Other Greek words related to τυφλωτική
- φλεγόμενος
- καίγοντας
- φλεγόμενος
- φλεγόμενος
- αναβοσβήνει
- τρεμόπαιγμα
- κλεφτή
- εκτυφλωτικός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- Αστραφτερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερά
- ηλιόλουστος
- λαμπερός
- κλείσιμο του ματιού
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- λαμπερός
- φλογερός
- χαμογελαστός
- εκθαμβωτικός
- εξαιρετικό
- γυαλισμένο
- Κορούσκαντ
- εκτυφλωτικός
- Λαμπερός
- φλογερός
- λαμπερός
- κόσμημα
- λαμπερός
- φωτεινό
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- λαμπερός
- φωτεινό
- γυαλισμένο
- λαμπερός
- φλογερός
- λαμπερός
- έλαμψε
- λαμπερός
- λαμπερός
- υπέροχος
- καύση
- φωτεινό
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- σαφής
- διαφανής
- Σαφής
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπρό
- πολύ φωτεινό
Nearest Words of blinding
Definitions and Meaning of blinding in English
blinding (s)
shining intensely
blinding (p. pr. & vb. n.)
of Blind
blinding (a.)
Making blind or as if blind; depriving of sight or of understanding; obscuring; as, blinding tears; blinding snow.
blinding (n.)
A thin coating of sand and fine gravel over a newly paved road. See Blind, v. t., 4.
FAQs About the word blinding
τυφλωτική
shining intenselyof Blind, Making blind or as if blind; depriving of sight or of understanding; obscuring; as, blinding tears; blinding snow., A thin coating of
φλεγόμενος,καίγοντας,φλεγόμενος,φλεγόμενος,αναβοσβήνει,τρεμόπαιγμα,κλεφτή,εκτυφλωτικός,λαμπερό,λαμπερός
μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,βαρετό,σκοτεινός,μελαγχολικός,θαμπό,σκοτεινό
blindfolding => με δεμένα μάτια, blindfolded => Μ' είδη δεμένα, blindfold => μαντίλα στα μάτια, blindfish => Τυφλό ψάρι, blinder => κάλυμμα ματιών,