Greek Meaning of combusting
καύση
Other Greek words related to καύση
- φλεγόμενος
- καίγοντας
- φλεγόμενος
- καπνίζω
- αναμμένος
- φλεγόμενος, φλεγόμενη, φλεγόμενο
- alight
- καμμένος
- καμένο
- απανθρακωμένος
- φλεγμονώδης
- φλογερός
- τρεμόπαιγμα
- φωτεινό
- Αναμμένο
- φλεγμονώδης
- άναψε
- φωτισμένο
- αναμμένος
- Λαμπερό
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- ψήσιμο στη σχάρα
- φλεγόμενος
- φλεγόμενος
- ζεστό
- καίει
- ζωντανά
- καυτό
- φλογερός
- το ψήσιμο
- καυτός
- Καμένο
- καυτός
- Τσιγαρισμένο
- καυστικός
- καμμένος
- σιγοψημένος
Nearest Words of combusting
- combusts => καίγεται
- come (to) => έρχομαι (σε)
- come a cropper => Σκοντάφτω
- come across (as) => εμφανίζω (ως)
- come again => ελάτε ξανά
- come clean (about) => Ομολογώ (κάτι για)
- come down (with) => Κατεβαίνω (με)
- come down hard (on) => (καταφέρομαι με σφοδρότητα (σε κάποιον))
- come into one's own => Ωριμάζω.
- come off (as) => (φαίνομαι (σαν))
Definitions and Meaning of combusting in English
combusting
to be or set on fire, burn
FAQs About the word combusting
καύση
to be or set on fire, burn
φλεγόμενος,καίγοντας,φλεγόμενος,καπνίζω,αναμμένος,φλεγόμενος, φλεγόμενη, φλεγόμενο,alight,καμμένος,καμένο,απανθρακωμένος
πνιγμένος,Εξασθενημένος,νεκρός,έβρεξε,σβησμένος,σβησμένο,πνιγμένος,σβησμένο (έξω),Σφραγισμένο (έξω),πνιγμένος
combusted => καμμένο, combs => χτένες, comb-over => Χτένισμα προς τα πίσω, combines => συνδυάζει, combinations => συνδυασμοί,