Greek Meaning of damped
Εξασθενημένος
Other Greek words related to Εξασθενημένος
- αναμμένος
- φλεγόμενος, φλεγόμενη, φλεγόμενο
- alight
- φλεγόμενος
- καίγοντας
- φλεγμονώδης
- φλογερός
- φλεγόμενος
- Αναμμένο
- φλεγμονώδης
- άναψε
- φωτισμένο
- αναμμένος
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- ψήσιμο στη σχάρα
- καύση
- φλεγόμενος
- φλεγόμενος
- τρεμόπαιγμα
- φωτεινό
- ζεστό
- ζωντανά
- φλογερός
- σιγοψημένος
- καπνίζω
- Λαμπερό
- καυτό
- το ψήσιμο
- καυτός
- καυτός
- καυστικός
Nearest Words of damped
Definitions and Meaning of damped in English
damped (imp. & p. p.)
of Damp
FAQs About the word damped
Εξασθενημένος
of Damp
πνιγμένος,έβρεξε,βρεγμένο,σβησμένος,σβησμένο,πνιγμένος,σβησμένο (έξω),Σφραγισμένο (έξω),πνιγμένος,νεκρός
αναμμένος,φλεγόμενος, φλεγόμενη, φλεγόμενο,alight,φλεγόμενος,καίγοντας,φλεγμονώδης,φλογερός,φλεγόμενος,Αναμμένο,φλεγμονώδης
damp off => πτώση φυτωρίων, damp course => στρώμα στεγανοποίησης, damp => υγρός, damozel => δεσποινίς, damourite => Δαμουρίτης,