FAQs About the word dampener

Ελατήριο

a device that dampens or moistens something

υγρός,FLUSH,υγραίνω,ξέβγαλμα,πλύσιμο,βρεγμένος,λούζω,βρέχει,μουλιάζει,βρέχω

ξηρός,Αφυδατώνω,σοτάρω,Αφυγραίνω,ξεραίνω,ξεραίνω

dampened => υγρός, dampen => υγραίνω, damped => Εξασθενημένος, damp off => πτώση φυτωρίων, damp course => στρώμα στεγανοποίησης,