FAQs About the word damozel

δεσποινίς

a young unmarried woman

κορίτσι,υπηρέτρια,παρθένα,δεσποινίς,αφελή κοπέλα,παρθένος,πουλί,λογαριασμός,κοπέλα,Ντεμπ

No antonyms found.

damourite => Δαμουρίτης, damosella => δεσποινίς, damosel => δεσποινίδα, damon runyon => Ντέιμον Ράνιον, damon and pythias => Δάμων και Φιντίας,