Greek Meaning of aglow

λαμπερός

Other Greek words related to λαμπερός

Definitions and Meaning of aglow in English

Wordnet

aglow (s)

softly bright or radiant

Webster

aglow (adv. & a.)

In a glow; glowing; as, cheeks aglow; the landscape all aglow.

FAQs About the word aglow

λαμπερός

softly bright or radiantIn a glow; glowing; as, cheeks aglow; the landscape all aglow.

φωτεινό,χαρούμενος,λαμπερό,φωτεινό,λαμπερός,χαμογελαστός,ηλιόλουστος,χαμογελαστός,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός

κενό,σκοτεινός, -ή, -ό,καταθλιπτικός,καταθλιπτικό,επίπεδος,μελαγχολικός,σκυθρωπός,γκρι,γκρί,αδιάφορος

aglossal => άγλωσσος, aglitter => λαμπερός, aglimmer => τρεμοπαίζει, agley => επόμενος, aglet => ολοπόρφυρος,