Greek Meaning of optimistic
αισιόδοξος
Other Greek words related to αισιόδοξος
- άχαρος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- Θλιβερός
- μελαγχολικός
- απελπισμένος
- δυσμενής
- απαισιόδοξος
- αβέβαιος
- απίθανο
- μη ελπιδοφόρος
- Κατηφής
- αμφίβολος
- ύφεση
- αμφίβολος
- ζοφερός
- αρνητικός
- αποθαρρυντικός
- δυσμενής
- δυσμενής
- πτωτικός
- άχαρος
- κηδεία
- σκυθρωπός
- γκρι
- γκρί
Nearest Words of optimistic
Definitions and Meaning of optimistic in English
optimistic (a)
expecting the best in this best of all possible worlds
optimistic (s)
expecting the best
optimistic (a.)
Of or pertaining to optimism; tending, or conforming, to the opinion that all events are ordered for the best.
Hopeful; sanguine; as, an optimistic view.
FAQs About the word optimistic
αισιόδοξος
expecting the best in this best of all possible worlds, expecting the bestOf or pertaining to optimism; tending, or conforming, to the opinion that all events a
φωτεινό,ελπιδοφόρος,ελπιδοφόρος,Ευχάριστος,σίγουρος,ενθαρρυντικός,δίκαιο,ευνοϊκή,χρυσός,ενθαρρυντικός
άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,καταθλιπτικός,απελπισμένος,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,καταθλιπτικό,Θλιβερός,μελαγχολικός,απελπισμένος
optimist => αισιόδοξος, optimise => βελτιστοποιώ, optimisation => Βελτιστοποίηση, optime => άριστα, optimates => άριστοι,