Greek Meaning of comforting
ελπιδοφόρος
Other Greek words related to ελπιδοφόρος
- ενθαρρυντικός
- ικανοποιητικό
- ικανοποιητικός
- αγαπώντας
- bermanfaat
- ικανοποιητικό
- ζεστός
- φιλόξενος
- επηρεάζοντας
- επευφημώντας
- ευχάριστος
- ενθαρρυντικός
- θερμαντικός για την καρδιά
- εμπνευσμένος
- ευγενικός
- μετακινούμενο
- ευχάριστος
- συγκινητικός
- συμπαθής
- συγκινητικός
- ανυψωτικός
- εποικοδομητικός
- ανυψωτικός
- αναζωογονητικός
- συναρπαστικός
- exhilarating
- εμπνευστικός
- τονωτικός
- παρακαλώ
- ευχάριστος
- διεγερτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- τρυφερό
- συναρπαστικός
- Κατηφής
- απογοητευτικός
- καταθλιπτικός
- απογοητευτικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- θλιβερός
- κρύος
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- αποθαρρυντικός
- δυσάρεστος
- ανικανοποιητικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- σπαρακτικός
- συγκινητικός
- αγενής
- δυσάρεστος
- αναστατωτικός
- αναίσθητος
- ανεπιθύμητος
- χωρίς αγάπη
- απογοητευτικό
Nearest Words of comforting
Definitions and Meaning of comforting in English
comforting (s)
providing freedom from worry
affording comfort or solace
FAQs About the word comforting
ελπιδοφόρος
providing freedom from worry, affording comfort or solace
ενθαρρυντικός,ικανοποιητικό,ικανοποιητικός,αγαπώντας,bermanfaat,ικανοποιητικό,ζεστός,φιλόξενος,επηρεάζοντας,επευφημώντας
Κατηφής,απογοητευτικός,καταθλιπτικός,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,θλιβερός,κρύος,δυσάρεστος
comforter => παρηγορητής, comforted => παρηγορημένος, comfortably => άνετα, comfortableness => άνεση, comfortable => άνετος,