Greek Meaning of stirring
Ανάδευση
Other Greek words related to Ανάδευση
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- εμπνευσμένος
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- συναρπαστικός
- απορροφητικός
- Ηλεκτρικός
- ηλεκτριστικό
- exhilarating
- συναρπαστικός
- γαλβανικός
- γαλβανισμός
- συναρπαστικός
- μεθυστικός
- ζωηρός
- Εκτός τόπου
- εκπληκτικός
- προκλητικός
- εκκωφαντικός
- διεγερτικός
- διεγερτικό
- καθηλωτικός
- κλωτσάω
- συναρπαστικός
- φορτισμένος
- δυναμικός
- μαγευτικός
- Ενεργητικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- ανατριχιαστικός
- υψηλής τάσης
- εκπληκτικό
- μετακινούμενο
- συγκινητικός
- συναρπαστικό
- μαγευτικός
- δελεαστικός
- διεγερτικός
- συγκινητικός
- αναζωογονητικός
Nearest Words of stirring
Definitions and Meaning of stirring in English
stirring (n)
agitating a liquid with an implement
arousing to a particular emotion or action
stirring (s)
capable of arousing enthusiasm or excitement
exciting strong but not unpleasant emotions
FAQs About the word stirring
Ανάδευση
agitating a liquid with an implement, arousing to a particular emotion or action, capable of arousing enthusiasm or excitement, exciting strong but not unpleasa
συναρπαστικός,συναρπαστικός,εμπνευσμένος,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,συναρπαστικός,απορροφητικός,Ηλεκτρικός,ηλεκτριστικό,exhilarating
βαρετό,βαρετό,κουραστικό,κουραστικός,Ανιαρός,Θλιβερός,βαρετός,μονότονος,ανιαρό,ναρκωτικός
stirrer => αναδευτήρας, stirred up => αναδευμένο, stirred => αναδευμένος, stirk => δαμάλα, stir up => ανακατεύω,