FAQs About the word stirrer

αναδευτήρας

a person who spreads frightening rumors and stirs up trouble, an implement used for stirring

αναταράζω,κουνάω,δίνη,πλύσιμο,Αβγοδάρτης,churn,μαστίγιο,δίνη,ρυθμός,Κουπί

παγώνω,μένω,μένω,αραιώνω ,σταθεροποιώ,ακόμα,μείνω,καθυστερώ

stirred up => αναδευμένο, stirred => αναδευμένος, stirk => δαμάλα, stir up => ανακατεύω, stir fry => Σοτάρισμα,