Greek Meaning of stirred up

αναδευμένο

Other Greek words related to αναδευμένο

Definitions and Meaning of stirred up in English

Wordnet

stirred up (s)

emotionally aroused

FAQs About the word stirred up

αναδευμένο

emotionally aroused

προκάλεσε,ανυψωμένο,χτυπημένος,υποκινήθηκε,βρασμένος,Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,ζυμωμένο,υποκινηθεί,παρακίνησε

χαλιναγωγημένος,επιλεγμένο,περιορισμένος,αποθαρρυμένος,πραγματοποιήθηκε,ανασταλμένος,ρυθμιζόμενο,συγκρατημένος,εξημερωμένος,συγκρατημένος

stirred => αναδευμένος, stirk => δαμάλα, stir up => ανακατεύω, stir fry => Σοτάρισμα, stir => ανακατεύω,