Greek Meaning of checked

επιλεγμένο

Other Greek words related to επιλεγμένο

Definitions and Meaning of checked in English

Wordnet

checked (s)

patterned with alternating squares of color

Webster

checked (imp. & p. p.)

of Check

FAQs About the word checked

επιλεγμένο

patterned with alternating squares of colorof Check

περιορισμένος,ελεγχόμενος,διοικείται,εμπόδισε,παρεμποδισμένος,συγκρατημένος,χαλιναγωγημένος,συγκρατημένος,εύκρατο,θερμικός

εγκαταλελειμμένος,εξάπλωση,Ωμός,φυγάς,απεριόριστος,χαλιναγώγητος,χωρίς ένδειξη,ανεξέλεγκτος,ανεμπόδιστος,ανεξέλεγκτος

checkbook => Τσεκόβιβλιο, checkage => έλεγχος, check up on => ελέγχω, check stub => Αποκοπή αποδοχών, check register => επιταγή register,