Greek Meaning of uninhibited
απελευθερωμένος
Other Greek words related to απελευθερωμένος
- στοργικός
- θερμός
- συναισθηματικός
- αγαπώντας
- εξωστρεφής
- ανεξέλεγκτος
- επιδεικτικός
- εκτατικός
- συναίσθημα
- παθιασμένος
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
- Ανέκφραστος
- ζεστός
- αμβλύς
- ειλικρινής
- κοινωτικός
- δραματικός
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- ειλικρινής
- τρεχούμενο
- ορμητικός
- υστερικός
- έντονο
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- Μελοδραματικός
- χυλώδης
- ειλικρινά
- μελό
- Συναισθηματικός
- συναισθηματικός
- θεατρικός
- θεατρικός
- Υπερβολικά συναισθηματικός
- περιορισμένος
- ανασταλμένος
- ήσυχος
- κρατημένος
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- ανέκφραστος
- ανέμπνευστος
- απόμακρος
- ντροπαλός
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- αδιάφορος
- Εσωστρεφής
- σεμνός
- συγκρατημένος
- συνταξιοδότηση
- ντροπαλός
- σιωπηλός
- Ανεπηρέαστος
- κρύος
- κρύος
- αναίσθητος
- κρύο
- παγετώδης
- παγωμένος
- αναίσθητος
- φλεγματικός
- αυτοκατευθυνόμενος
- Απαθής
- αναίσθητος
- ανεπιθύμητος
Nearest Words of uninhibited
Definitions and Meaning of uninhibited in English
uninhibited (a)
not inhibited or restrained
FAQs About the word uninhibited
απελευθερωμένος
not inhibited or restrained
στοργικός,θερμός,συναισθηματικός,αγαπώντας,εξωστρεφής,ανεξέλεγκτος,επιδεικτικός,εκτατικός,συναίσθημα,παθιασμένος
περιορισμένος,ανασταλμένος,ήσυχος,κρατημένος,συγκρατημένος,σιωπηλός,ανέκφραστος,ανέμπνευστος,απόμακρος,ντροπαλός
uninhabited => ακατοίκητος, uninhabitable => ακατοίκητος, uninfringible => απαραβίαστος, uninformed => απληροφόρητος, uninformatively => όχι ενημερωτικά,