Greek Meaning of uninhibited

απελευθερωμένος

Other Greek words related to απελευθερωμένος

Definitions and Meaning of uninhibited in English

Wordnet

uninhibited (a)

not inhibited or restrained

FAQs About the word uninhibited

απελευθερωμένος

not inhibited or restrained

στοργικός,θερμός,συναισθηματικός,αγαπώντας,εξωστρεφής,ανεξέλεγκτος,επιδεικτικός,εκτατικός,συναίσθημα,παθιασμένος

περιορισμένος,ανασταλμένος,ήσυχος,κρατημένος,συγκρατημένος,σιωπηλός,ανέκφραστος,ανέμπνευστος,απόμακρος,ντροπαλός

uninhabited => ακατοίκητος, uninhabitable => ακατοίκητος, uninfringible => απαραβίαστος, uninformed => απληροφόρητος, uninformatively => όχι ενημερωτικά,