Greek Meaning of unreserved

Ανέκφραστος

Other Greek words related to Ανέκφραστος

Definitions and Meaning of unreserved in English

Wordnet

unreserved (a)

not reserved

not cautious or reticent

Webster

unreserved (a.)

Not reserved; not kept back; not withheld in part; unrestrained.

FAQs About the word unreserved

Ανέκφραστος

not reserved, not cautious or reticentNot reserved; not kept back; not withheld in part; unrestrained.

ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινά,αμβλύς,άμεσο,σοβαρός,επερχόμενο,ειλικρινής,ειλικρινής

ανασταλμένος,ήσυχος,κρατημένος,συγκρατημένος,ασαφής,ελικοειδής,πολιτικός,ευγενικός,διπλωματικός,προσποιούμενος

unreserve => ακύρωση κράτησης, unresentful => ανεξίκακος, unrequited => ανεκπλήρωτος, unrequested => ανεπιθύμητο, unreputable => ατιμασμένος,