Greek Meaning of real
πραγματικός
Other Greek words related to πραγματικός
- πραγματικός
- αυθεντικός
- γνήσιος
- ειλικρινής
- πρωτότυπο
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- καλή τη πίστει
- πιστοποιήσιμο
- πιστοποιημένο
- ιστορικός
- αναγνωρίσιμος
- νόμιμο
- νόμιμος
- τέλειος
- καθαρός
- δεξιά
- σίγουρα
- αδιαμφισβήτητος
- πολύ
- γνήσιος
- στ' αλήθεια
- ακριβής
- Σωστό
- Εχτ
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- νόμιμος
- κατάλληλος
- αποδεδειγμένο
- πούκα
- αναγνωρίσιμος
- ατόφιος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητο
- επικυρωμένος
- Επαληθεύσιμος
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of real
- real estate => ακίνητα
- real estate agent => κτηματομεσίτης
- real estate broker => Χώρος ανταλλαγής ακινήτων
- real estate investment trust => Επενδυτικά κεφάλαια ακινήτων
- real estate loan => στεγαστικό δάνειο
- real gnp => Πραγματικό ΑΕΠ
- real gross national product => Πραγματικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν
- real ira => Αληθινός ΙΡΑ
- real irish republican army => Πραγματικός Ιρλανδέζικος Δημοκρατικός Στρατός
- real life => πραγματική ζωή
Definitions and Meaning of real in English
real (n)
any rational or irrational number
the basic unit of money in Brazil; equal to 100 centavos
an old small silver Spanish coin
real (a)
being or occurring in fact or actuality; having verified existence; not illusory
no less than what is stated; worthy of the name
of, relating to, or representing an amount that is corrected for inflation
having substance or capable of being treated as fact; not imaginary
real (s)
not to be taken lightly
capable of being treated as fact
being or reflecting the essential or genuine character of something
(of property) fixed or immovable
coinciding with reality
real (r)
used as intensifiers; `real' is sometimes used informally for `really'; `rattling' is informal
real (n.)
A small Spanish silver coin; also, a denomination of money of account, formerly the unit of the Spanish monetary system.
A realist.
real (a.)
Royal; regal; kingly.
Actually being or existing; not fictitious or imaginary; as, a description of real life.
True; genuine; not artificial, counterfeit, or factitious; often opposed to ostensible; as, the real reason; real Madeira wine; real ginger.
Relating to things, not to persons.
Having an assignable arithmetical or numerical value or meaning; not imaginary.
Pertaining to things fixed, permanent, or immovable, as to lands and tenements; as, real property, in distinction from personal or movable property.
FAQs About the word real
πραγματικός
any rational or irrational number, the basic unit of money in Brazil; equal to 100 centavos, an old small silver Spanish coin, being or occurring in fact or act
πραγματικός,αυθεντικός,γνήσιος,ειλικρινής,πρωτότυπο,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,καλή τη πίστει,πιστοποιήσιμο,πιστοποιημένο,ιστορικός
τεχνητός,ψεύτικος,πλαστό,ψεύτικος,μίμηση,κοροϊδεύω,ψεύτικος,ψεύτικη,ψευδο-,απάτη
reak => αντίδραση, reagree => συμφωνώ ξανά, reagin => Ρεαγίνη, reaggravation => επιβάρυνση, reagent => αντιδραστήριο,