Greek Meaning of bona fide
καλή τη πίστει
Other Greek words related to καλή τη πίστει
- πραγματικός
- αυθεντικός
- πιστοποιημένο
- γνήσιος
- ειλικρινής
- πρωτότυπο
- πραγματικός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- στ' αλήθεια
- πιστοποιήσιμο
- ιστορικός
- αναγνωρίσιμος
- νόμιμος
- νόμιμο
- νόμιμος
- πούκα
- τέλειος
- καθαρός
- δεξιά
- σίγουρα
- αδιαμφισβήτητος
- πολύ
- γνήσιος
- ακριβής
- Σωστό
- Εχτ
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- κατάλληλος
- αποδεδειγμένο
- αναγνωρίσιμος
- ατόφιος
- απαύστως
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητο
- επικυρωμένος
- Επαληθεύσιμος
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of bona fide
Definitions and Meaning of bona fide in English
bona fide (s)
undertaken in good faith
not counterfeit or copied
bona fide ()
In or with good faith; without fraud or deceit; real or really; actual or actually; genuine or genuinely; as, you must proceed bona fide; a bona fide purchaser or transaction.
FAQs About the word bona fide
καλή τη πίστει
undertaken in good faith, not counterfeit or copiedIn or with good faith; without fraud or deceit; real or really; actual or actually; genuine or genuinely; as,
πραγματικός,αυθεντικός,πιστοποιημένο,γνήσιος,ειλικρινής,πρωτότυπο,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,στ' αλήθεια,πιστοποιήσιμο
τεχνητός,ψεύτικος,πλαστό,ψεύτικος,μίμηση,κοροϊδεύω,ψεύτικος,ψεύτικη,ψευδο-,απάτη
bon voyage => Καλό ταξίδι, bon vivant => μπον βιβέρ, bon ton => Μπον τόν, bon silene => Καλής νύχτας σιωπή, bon mot => Μπόν μο,