Greek Meaning of validated

επικυρωμένος

Other Greek words related to επικυρωμένος

Definitions and Meaning of validated in English

Wordnet

validated (s)

declared or made legally valid

FAQs About the word validated

επικυρωμένος

declared or made legally valid

πραγματικός,βεβαιωμένος,ελεγμένο ως γνήσιο,επιβεβαιωμένο,επιδεικνυόμενος,αποτελεσματικός,καθιερωμένος,αποδεδειγμένο,πραγματικός,έγκυρος

υποτιθέμενος,υποθετικός,εικαστικός,προβλεπόμενος,υποθετικός,ιδανικός,ανύπαρκτος,δυνατόν,δυνητικός,θεωρητικός

validate => επικυρώνω, valid => έγκυρος, valiantly => γενναία, valiant => γενναίος, valiancy => Γενναιότητα,