Greek Meaning of inexistent
ανύπαρκτος
Other Greek words related to ανύπαρκτος
- ανύπαρκτος
- Παραπλανητικός
- παραληρηματικός
- Ψευδής
- επινοημένος
- προσποιημένος
- φανταστικός
- παραισθησιογόνος
- φανταστικός
- Φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- θεωρητικός
- απίστευτος
- μη πειστικός
- απίθανο
- επινοημένη
- αφηρημένος
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- μυθικός
- Φαντασιώδης
- φαντασιώθηκα
- Φανταστικός
- Φανταστικός
- φανταστικός
- υποθετικός
- ιδανικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- εφεύρε
- θρυλικός
- υποκρίνομαι
- μυθικός
- μυθικός
- εννοιολογικός
- Φαντασμαγορικό
- φάντασμα
- απεικονιζόμενο
- Ρομαντικός
- θεωρητικός
- απίθανος
- οραματίστηκε
- συλληφθεί
- ονειρικός
- φανταστικός
Nearest Words of inexistent
Definitions and Meaning of inexistent in English
inexistent (a.)
Not having being; not existing.
Inherent; innate; indwelling.
FAQs About the word inexistent
ανύπαρκτος
Not having being; not existing., Inherent; innate; indwelling.
ανύπαρκτος,Παραπλανητικός,παραληρηματικός,Ψευδής,επινοημένος,προσποιημένος,φανταστικός,παραισθησιογόνος,φανταστικός,Φαντασμαγορικός
πραγματικός,αυθεντικός,υπάρχον,υπαρκτό,γνήσιος,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πειστικός,πραγματικός,φυσικός
inexistence => ανυπαρξία, inexistant => ανύπαρκτος, inexist => δεν υπάρχει, inexhaustive => ατελείωτος, inexhaustibly => ανεξάντλητα,